Το δουλεμπόριο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Το δουλεμπόριο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ιωάννης ΠαγουλάτοςΝομικός, Δημοσιογράφος
Το εμπόριο σκλάβων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Στις αρχές του 17ου αιώνα, το 1/5 των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης ήταν δούλοι. Το 1637 υπήρχαν στο Αλγέρι 25.000 χριστιανοί αιχμάλωτοι, ανάμεσά στους οποίους και πολλοί Έλληνες. Υπολογίζεται δε ότι την περίοδο 1450-1700, μόνο από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αιχμαλωτίστηκαν περίπου 2.500.000 άτομα, καταλήγοντας στα σκλαβοπάζαρα της οθωμανικής πρωτεύουσας.
Πολλές ήταν οι δραστηριότητες οι οποίες τροφοδοτούσαν το εμπόριο των δούλων. Οι πειρατές που λυμαίνονταν την Μεσόγειο, αιχμαλώτιζαν πληρώματα πλοίων και κατοίκους νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών και στην συνέχεια τους πωλούσαν στα σκλαβοπάζαρα.
Οι δε επαγγελματίες δουλέμποροι είχαν γίνει μάστιγα για τις φυλές της Αφρικής, συλλαμβάνοντας κάθε χρόνο εκατοντάδες άτομα, από τα ανατολικά και κεντροδυτικά τμήματα της μαύρης ηπείρου.
Παράλληλα, οι συνεχείς εκστρατείες του οθωμανικού στρατού σε Ευρώπη και Ασία είχαν ως αποτέλεσμα τον εξανδραποδισμό στρατιωτών και αμάχων, οι οποίοι πωλούνταν αργότερα ως δούλοι.
Τα μαρτύρια των αιχμαλώτων ξεκινούσαν από την πρώτη στιγμή, καθώς σύρονταν βίαια στα πλοία, με βρισιές και χτυπήματα. Στην συνέχεια στοιβάζονταν μέσα στα σκοτεινά αμπάρια, σε κλειστοφοβικές συνθήκες, εκτεθειμένοι στην ακαθαρσία και τα μικρόβια. Κάθε καράβι διέθετε και κάποιον γραμματικό, ο οποίος έγραφε σε έναν κατάλογο τα ονοματεπώνυμα των σκλάβων που θα μεταφέρονταν.
Πολλοί αιχμάλωτοι δεν άντεχαν τις κακουχίες και πέθαιναν στα πλοία, κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Τα νεκρά τους σώματα ρίχνονταν στην θάλασσα, αφού προηγουμένως τους έκοβαν το δεξί αυτί, ως απόδειξη του θανάτου τους. Τέλος, ο γραμματικός του πλοίου έσβηνε από τον κατάλογό του τα ονόματα όσων είχαν πεθάνει εν πλω. Με αυτόν τον τρόπο εξάλλου υπολογιζόταν και η «ζημιά» που είχε υποστεί το «εμπόρευμα» κατά την μεταφορά του.
Ο Γάλλος ευγενής και διπλωμάτης Φιλίπ Κανάιγ περιγράφει το πώς λειτουργούσε το σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης, στα 1573.
Όποιος ήθελε να αγοράσει κάποια σκλάβα, την πλησίαζε και σήκωνε το πέπλο που κάλυπτε το κεφάλι της. Στη συνέχεια την έφτυνε στο πρόσωπο, έτσι ώστε αν ήταν μακιγιαρισμένη από τον δουλέμπορο, να της φύγει το βάψιμο και να φανούν τα αληθινά της χαρακτηριστικά. Κατόπιν, ο πελάτης κοιτούσε την σκλάβα στο στόμα, μετρώντας και ψηλαφώντας τα δόντια της, προκειμένου να διαπιστώσει αν είναι ψεύτικα, χαλασμένα ή αν κουνιούνται. Στην περίπτωση που έμενε ικανοποιημένος από την επιθεώρηση, ο υποψήφιος αγοραστής άρχιζε να παζαρεύει την τιμή της κοπέλας με τον δουλέμπορο.
Ένας από τους πρώτους περιηγητές στην Ελλάδα και την Μικρά Ασία, ο Γάλλος Πιερ Μπελόν, παραθέτει ενδεικτικές τιμές σκλάβων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του 16ου αιώνα, ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και την σωματική τους κατάσταση. Μια νέα και όμορφη γυναίκα πουλιόταν 80-100 δουκάτα ενώ μια γριά 30-40. Η τιμή ενός ευτραφούς εφήβου ήταν συνήθως 40-50 δουκάτα και ενός γεροδεμένου άνδρα 60. Συγκριτικά, αναφέρεται ότι την ίδια περίοδο στην Βενετία, ο μέσος ναύτης είχε ετήσιο εισόδημα 22 δουκάτα, ο μηχανικός 100, ο κυβερνήτης επαρχίας 840 και ο πρεσβευτής 1800.
Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας κατέληγαν συνήθως να υπηρετούν ως οικόσιτες δούλες, ασχολούμενες με δουλειές του σπιτιού καθώς και ελαφριές χειρωνακτικές εργασίες. Αντίθετα, οι νεαρές και ωραίες κοπέλες πωλούνταν τις περισσότερες φορές στα χαρέμια διάφορων Οθωμανών αξιωματούχων, ενώ την ίδια τύχη είχαν και αρκετά έφηβα αγόρια. Οι περισσότεροι όμως άνδρες δούλοι προορίζονταν για πιο βαριές εργασίες.
Όσοι από αυτούς ήταν γεροδεμένοι και χειροδύναμοι, θεωρούνταν ιδιαίτερα πολύτιμο εμπόρευμα και πωλούνταν πάντα σε πολύ καλή τιμή. Μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως οικιακοί υπηρέτες, βοσκοί, γεωργοί και γενικά να επωμιστούν κάθε είδους βαριά χειρωνακτική εργασία. Δεν ήταν εξάλλου λίγες οι φορές που οι ρωμαλέοι σκλάβοι αντικαθιστούσαν τα ζώα και έσερναν οι ίδιοι το άροτρο κατά το όργωμα.
Η χειρότερη όμως μοίρα που μπορούσε να έχει ένας άνδρας δούλος, ήταν να βρεθεί κωπηλάτης σε γαλέρα. Τα συγκεκριμένα πλοία ονομάζονταν «κάτεργα» και οι σκλάβοι που υπηρετούσαν σε αυτά «κατεργάρηδες». Οι άνθρωποι εκείνοι ζούσαν σε πραγματικά εφιαλτικές συνθήκες. Σχεδόν γυμνοί, κάθονταν δίπλα στα κουπιά, έχοντας το ένα πόδι και τα χέρια τους αλυσοδεμένα. Η τροφή τους ήταν μόνο δυο μικρά κομμάτια ξερό ψωμί την ημέρα.
Τα βράδια κοιμούνταν ο ένας πάνω στον άλλον, μέσα στην βρώμα και τα ζωύφια, ενώ η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν απλώς ανύπαρκτη. Ο καιρός πολλές φορές έκανε ακόμα πιο ανυπόφορη την ζωή των «κατεργάρηδων», οι οποίοι κωπηλατούσαν υπομένοντας άλλοτε τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο και άλλοτε θύελλες και σφοδρές καταιγίδες. Ο καπετάνιος του κάτεργου επιτηρούσε συνεχώς τους σκλάβους και μαστίγωνε ανελέητα όποιον σταματούσε να τραβάει κουπί, νικημένος από την εξάντληση και την απελπισία.
Ένας πρώην δούλος που κατάφερε να απελευθερωθεί, χαρακτήρισε την ζωή του στις γαλέρες «χειρότερη και από τον θάνατο».
Πολλοί σκλάβοι, έχοντας φτάσει στα σωματικά και ψυχικά τους όρια, αποφάσιζαν να αποδράσουν. Η απελπισία τους ήταν τόσο μεγάλη που δεν νοιάζονταν για τους κινδύνους ενός τέτοιου τολμηρού εγχειρήματος. Οι περισσότεροι όμως δραπέτες ξαναπιάνονταν και καταδικάζονταν σε θάνατο με φρικτές μεθόδους.
Μία από αυτές ήταν και η εξής: τα τέσσερα άκρα του καταδικασμένου δένονταν ξεχωριστά το καθένα στις πρύμνες ισάριθμων διαφορετικών πλοίων. Στη συνέχεια, τα σκάφη αυτά άρχιζαν να κινούνται σε τέσσερις αντίθετες μεταξύ τους κατευθύνσεις, διαμελίζοντας αργά και βασανιστικά τον άτυχο σκλάβο.
Εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν καταγραφεί αρκετά περιστατικά επιτυχημένων εξεγέρσεων σε κάτεργα ή δουλεμπορικά πλοία. Στις περιπτώσεις αυτές, οι σκλάβοι κατάφερναν να σκοτώσουν όλους τους φύλακές τους και δραπέτευαν, καταλαμβάνοντας το πλοίο στο οποίο βρίσκονταν κρατούμενοι.
Οι φρικτές εμπειρίες της δουλείας άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην καθημερινή ζωή των τουρκοκρατούμενων Ελλήνων. Σε κείμενα του 16ου -18ου αιώνα συναντάμε κατάρες όπως «σκλαβιά να σου' ρθη» ή «σκλάβος να πάης στην Μπαρμπαριά», εννοώντας τα δουλοπάζαρα των βορειοαφρικανικών ακτών.
Τον 19ο αιώνα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την κατάργηση της δουλείας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1830, ένα φιρμάνι του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ απελευθέρωσε κάποιες κατηγορίες λευκών σκλάβων. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονταν και όσοι Έλληνες είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την Επανάσταση του 1821.